- φειδωλεύομαι
- Ν [φειδωλός]είμαι τσιγγούνης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φειδωλεύομαι — φειδωλεύτηκα, είμαι φειδωλός, λυπάμαι να ξοδέψω κάτι, φείδομαι, τσιγκουνεύομαι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φείδομαι — φείστηκα 1. κάνω μέτρια χρήση ενός πράγματος, ξοδεύω κάτι με μέτρο και περίσκεψη, το φειδωλεύομαι: Δε φείδεται το χρόνο του. 2. είμαι φειδωλός, τσιγκουνεύομαι. 3. διατηρώ κάτι σώο, το αφήνω απείραχτο, το σπλαχνίζομαι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)